επικηρύσσω

επικηρύσσω
επικηρύττω (αόρ. επικήρυξα) μετ. назначать награду (за поимку, убийство, выдачу преступника)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επικηρύσσω" в других словарях:

  • επικηρύσσω — επικηρύσσω, επικήρυξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επικηρύσσω — και επικηρύχνω επικήρυξα, επικηρύχτηκα, επικηρυγμένος, μτβ., προκηρύχνω αμοιβή για την κατάδοση του κρησφύγετου προσώπου επικίνδυνου ή για τη σύλληψη ή και για την εξόντωσή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικηρύσσω — (AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) [κηρύσσω] προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῑς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικηρυχθέντα — ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc acc sg ἐπικηρῡχθέντα , ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικηρῡχθέντα , ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρύξαι — ἐπικηρύσσω proclaim aor inf act ἐπικηρύξαῑ , ἐπικηρύσσω proclaim aor opt act 3rd sg ἐπικηρύ̱ξαῑ , ἐπικηρύσσω proclaim aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυσσόμενα — ἐπικηρύσσω proclaim pres part mp neut nom/voc/acc pl ἐπικηρῡσσόμενα , ἐπικηρύσσω proclaim pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυττούσης — ἐπικηρύσσω proclaim pres part act fem gen sg (attic epic ionic) ἐπικηρῡττούσης , ἐπικηρύσσω proclaim pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυττόμενα — ἐπικηρύσσω proclaim pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) ἐπικηρῡττόμενα , ἐπικηρύσσω proclaim pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυχθεῖσαν — ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass fem acc sg ἐπικηρῡχθεῖσαν , ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυχθεῖσιν — ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc/neut dat pl ἐπικηρῡχθεῖσιν , ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηρυχθείς — ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc nom/voc sg ἐπικηρῡχθείς , ἐπικηρύσσω proclaim aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»